- ἐπεβούλευσε
- ἐπιβουλεύωplotaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαθραίος — α, ο (Α λαθραῑος, ον, θηλ. και α) αυτός που γίνεται μυστικά, κρυφά, που διαφεύγει την προσοχή τών ἄλλων (α. «λαθραίος έρωτας» β. «ἀλλὰ καὶ λαθραῑον θάνατον ἐπεβούλευσε Καλλία», Ανδοκ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) α) το λαθραίο… … Dictionary of Greek
ἐπεβούλευσ' — ἐπεβούλευσα , ἐπιβουλεύω plot aor ind act 1st sg ἐπεβούλευσε , ἐπιβουλεύω plot aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)